- δεματιάζω
- δεματιάζω, δεμάτιασα βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δεματιάζω — και δεματίζω [δεμάτι] 1. κάνω δεμάτια, συσκευάζω σε δέματα («δεματιάζω ξύλα, χόρτα κ.τ.ό.») 2. φρ. α) «δεματιάζω τ αβγά» κοπιάζω άδικα β) «αποκλάδιαζε, αν θες να δεματιάζεις» πρέπει να εξαλείψεις τις αιτίες τών συγκρούσεων αν θέλεις να… … Dictionary of Greek
δεματιάζω — ιασα, δεματιασμένος, κάνω δεμάτια, συσκευάζω σε δεμάτια: Πρέπει να δεματιάσουμε τα ξύλα, για να μπορέσουμε να τα αποθηκεύσουμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδεμάτιαστος — η, ο [δεματιάζω] αυτός που δεν δεματιάστηκε, δεν δέθηκε σε δεμάτι … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
δεμάτιασμα — το [δεματιάζω] 1. το να δεματιάζει κανείς 2. η συσκευασία σε δέματα … Dictionary of Greek
δεματίζω — βλ. δεματιάζω … Dictionary of Greek
δεματιαστής — ο [δεματιάζω] ο δεματάς … Dictionary of Greek
δεματοποιώ — ( έω) [δεματοποιός] δεματιάζω … Dictionary of Greek
δένω — έδεσα, δέθηκα, δεμένος 1. μτβ., κάνω δέμα, δεματιάζω: Έδεσε τα άχυρα. 2. τυλίγω κάτι με κάποιο δεσμό, για να το συγκρατήσω: Όταν μαγειρεύω, δένω πάντα τα μαλλιά μου σε αλογοουρά. 3. μτφ., υποχρεώνω, δεσμεύω: Η αγορά του σπιτιού έχει δεθεί με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)